πείρινς

πείρινς
πείρινς, ινθος, ,
A wicker basket tied upon the ἅμαξα, body of the cart,

πείρινθα δὲ δῆσαι ἐπ' αὐτῆς [ἀμάξης] Il.24.190

, cf. 267;

τὰ μὲν ἐς πείρινθα τίθει Od.15.131

.—Hom. only uses the acc. πείρινθα; gen. , A.R.3.873 : [full] πείρινθος cited as nom. by Hsch., EM668.21 :—also [full] πείρινθα, ibid.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πείρινς — πείρῑνς , πείρινς wicker basket fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείρινς — ινθος, ἡ, και επικ. τ. πείρινθα και πείρινθος, ὁ, Α μεγάλο πλεχτό καλάθι, τετράγωνο ή κυκλικό, πλεγμένο από κλάδους ιτιάς ή σχοίνων ή από καλάμια, το οποίο προσδενόταν πάνω σε άμαξα ή σε άρμα και χρησίμευε ως κάθισμα ή για την τοποθέτηση τροφίμων …   Dictionary of Greek

  • πείρινθα — ἡ, Α βλ. πείρινς …   Dictionary of Greek

  • πείρινθος — ὁ, Α βλ. πείρινς …   Dictionary of Greek

  • πείρινθα — πείρῑνθα , πείρινς wicker basket fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείρινθος — πείρῑνθος , πείρινς wicker basket fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”